- χαλίκων
- χάλιξsmall stonemasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερμακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 436 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής. * * * ἑρμακιά, ἡ (Α) [έρμαξ] αιμασία*. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιά… … Dictionary of Greek
υφαλοταινία — η, Ν σύνολο αβαθών χαλίκων από συμπιεσμένη άμμο, καθαρή ή αναμεμιγμένη με πηλό, που έχουν σχήμα ταινίας η οποία παρακολουθεί από κοντά το κύριο σχήμα τής ακτογραμμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + ταινία] … Dictionary of Greek
χαλίκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού. * * * το, ΝΜ μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν… … Dictionary of Greek
κλαστικά πετρώματα — Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek